ξεκούμπωτος

ξεκούμπωτος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι κουμπωμένος, ξεθηλυκωμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακούμπωτος — η, ο αυτός που δεν είναι κουμπωμένος, ξεκούμπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουμπωτός < κουμπώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεθηλύκωτος — η, ο [ξεθηλυκώνω] αυτός που έχει βγαλμένα τα κουμπιά ή την πόρπη από τη θηλειά, ξεκούμπωτος …   Dictionary of Greek

  • ακούμπωτος — η, ο ξεκούμπωτος: Ακούμπωτη η ζακέτα σού πάει πιο καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεθηλύκωτος — η, ο ξεκούμπωτος, ξεθηλυκωμένος: Το παντελόνι σου είναι ξεθηλύκωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”